- αναπιάνω
- ανάπιασα, αναπιάστηκα, αναπιασμένος1. καταπιάνομαι με κάποια δουλειά: Αναπιάστηκα με τις δουλειές και δεν έκανα φαΐ.2. κακολογώ κάποιον: Άλλη φορά να μη με αναπιάσεις στη γλώσσα σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.