αναπιάνω

αναπιάνω
ανάπιασα, αναπιάστηκα, αναπιασμένος
1. καταπιάνομαι με κάποια δουλειά: Αναπιάστηκα με τις δουλειές και δεν έκανα φαΐ.
2. κακολογώ κάποιον: Άλλη φορά να μη με αναπιάσεις στη γλώσσα σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… …   Dictionary of Greek

  • αναποιώ — ἀναποιῶ ( έω) (ΑΜ) μσν. επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ αρχ. 1. παρασκευάζω 2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”